«Όταν σταμάτησα να βλέπω τη μητέρα μου με τα μάτια του παιδιού, αντίκρισα
τη γυναίκα που με βοήθησε να γεννήσω τον ίδιο μου τον εαυτό».
Nancy Friday
Τα νεογνά βρίσκονται σε πλήρη εξάρτηση από τα άτομα που τα φροντίζουν με αποτέλεσμα
η ποιότητα της φροντίδας που λαμβάνουν να επηρεάζει βαθιά την ανάπτυξή τους. Έτσι, είναι
πολύ σημαντικό να εγκατασταθεί γρήγορα ένας στενός και σταθερός δεσμός ανάμεσα στο
βρέφος και στο άτομο που το φροντίζει το οποίο είναι συνήθως η μητέρα. Πράγματι, στις
γυναίκες από τη στιγμή που φέρνουν στον κόσμο ένα παιδί ορμόνες και εξειδικευμένα
κυκλώματα του εγκεφάλου λειτουργούν και προάγουν ένα είδος ψυχικής προσήλωσης στο
βρέφος, που αποκαλείται «Πρωταρχική Μητρική Ενασχόληση». Με αυτή την περιγραφή
αναφερόμαστε σε μια συγκεκριμένη νοητική κατάσταση η οποία διαμορφώνεται στα τελικά
στάδια της κυοφορίας, όταν η μητέρα αφήνει στο περιθώριο κάθε ενδιαφέρον και έγνοια και
επικεντρώνει την προσοχή της, τα συναισθήματα και τις σκέψεις της αποκλειστικά στο
βρέφος που θα γεννηθεί. Κάπως έτσι ξεκινά η διαδικασία της παροχής φροντίδας, η οποία
έχει και ενστικτώδεις προεκτάσεις.
Δημιουργείται όμως σε όλες τις γυναίκες η προδιάθεση να φροντίσουν τα βρέφη τους;
Προσφέρουν όλες οι γυναίκες την ίδια ποιότητα φροντίδας στα παιδιά τους; Χιλιάδες
παραδείγματα από την πραγματικότητα γύρω μας φωνάζουν όχι.
Η Θεωρία Του Δεσμού
Η θεωρία του δεσμού ξεκίνησε από τον ψυχαναλυτή John Bowlby και έλαβε μεγάλη ώθηση
από την αναπτυξιακή ψυχολόγο Mary Ainsworth. Ο Bowlby πρότεινε την ύπαρξη ενός
ψυχολογικού συστήματος αποκλειστικά αφιερωμένου στις σχέσεις γονιών-παιδιών, το
σύστημα συμπεριφορών δεσμού (attachment behavioural system). Αυτό υποστήριξε ότι είναι
έμφυτο και αποτελεί απόρροια της βιολογικής μας προίκας. Όταν ένα παιδί κολλάει πάνω
στους γονείς του αναζητώντας άνεση και ασφάλεια παρακινείται από το σύστημα αυτό. Η
ποιότητα της σχέσης του παιδιού με τους ενήλικες που το φροντίζουν και η εγγύτητα με
αυτούς στους οποίους θα προσκολληθεί παρέχουν την ασφαλή «βάση» που θα του
επιτρέψει να εξερευνήσει το περιβάλλον του.
Πράγματι, οι σχέσεις γονέα-παιδιού δημιουργούν στο παιδί συμβολικές νοητικές
αναπαραστάσεις για τον εαυτό του και τα άτομα που το φροντίζουν. Συγκεκριμένα, το παιδί
καλλιεργεί αφηρημένες πεποιθήσεις και προσδοκίες όσον αφορά στις σχέσεις του με άλλα
σημαντικά πρόσωπα. Αυτές οι νοητικές αναπαραστάσεις που λέγονται εσωτερικευμένα
ενεργά νοητικά μοντέλα αντέχουν στο χρόνο. Είναι αλήθεια πως οι σχέσεις των πρώτων
ετών στη ζωή μας αφήνουν ένα νοητικό κατάλοιπο που είναι δύσκολο να υποχωρήσει. Από
την άλλη οι γονείς διαφέρουν ως προς το βαθμό ανταπόκρισης στις ανάγκες των νηπίων και
αυτές οι διαφορές θεωρείται πως δημιουργούν διαφορετικές νοητικές αναπαραστάσεις στο
νήπιο. Διαφορετικά νήπια μπορεί επίσης να βιώσουν διαφορετικούς τύπους αλληλεπίδρασης
με τα άτομα που τα φροντίζουν.
Η Mary Ainsworth με βάση τις παραπάνω ιδέες διεξήγαγε μια έρευνα σχεδιασμένη να
εντοπίζει ατομικές διαφορές σε τύπους δεσμού μέσω της άμεσης παρατήρησης της
αλληλεπίδρασης γονέα-παιδιού. Με βάση τη μεθοδολογία της έρευνας οι ψυχολόγοι
παρατηρούν τον τροπο με τον οποίο τα βρέφη αντιδρούν στον αποχωρισμό και στην
επιστροφή-επανασύνδεση με τη μητέρα ή το άτομο που τα φροντίζει. Με βάσει τις
παρατηρήσεις βρέθηκαν τρείς τύποι δεσμού: ο Ασφαλής δεσμός (70% των βρεφών), ο
Αγχώδης-Αποφευκτικός δεσμός (20%), ο Αγχώδης-Αμφιθυμικός δεσμός (10%).
Τύποι Δεσμού Βρεφών, Ενηλίκων Και Συσχέτιση
Υπάρχει σημαντική πιθανότητα συσχέτισης των τύπων δεσμού που ανέπτυξαν τα βρέφη με
τους φροντιστές τους και των τύπων του συναισθηματικών δεσμών που ανέπτυξαν ως
ενήλικες στην πορεία της ζωής τους. Συγκεκριμένα, βρέφη που ανέπτυξαν ασφαλή τύπο
δεσμού με τη μητέρα έδειχναν ευαισθησία όταν την αποχωρίζονταν αλλά την καλωσόριζαν
όταν επανασυνδεόταν, ανακουφίζονταν και ηρεμούσαν με ευκολία και επέστρεφαν στην
εξερεύνηση και το παιχνίδι. Αντίστοιχα οι ενήλικες που ανέπτυσσαν ασφαλή τύπο δεσμού με
τις-τους συντρόφους τους βίωναν συναισθήματα ζεστασίας, ευτυχίας, φιλικότητας και
εμπιστοσύνης. Τα βρέφη που επέδειξαν ένα τύπο δεσμού που χαρακτηρίστηκε ως
αγχώδης-αποφευκτικός διαμαρτύρονταν λίγο κατά τον αποχωρισμό με τη μητέρα τους
αλλά κατά την επιστροφή της, την απέφευγαν είτε με το να στρέψουν το κεφάλι ή το βλέμμα
αλλού είτε με το να απομακρυνθούν. Ως ενήλικες τα άτομα που ανέπτυσσαν αποφευκτικό
τύπο δεσμού βίωναν συναισθηματικές διακυμάνσεις, αμφιβολία, ζήλεια και φόβο για
στενότερο δέσιμο. Τέλος, τα βρέφη που ανέπτυξαν αγχώδη-αμφιθυμικό τύπο δεσμού
δυσκολεύονταν να αποχωριστούν τη μητέρα τους αλλά και να επανασυνδεθούν μαζί της. Η
συμπεριφορά τους ήταν αντιφατική καθώς από τη μία παρακαλούσαν τη μητέρα να τα
αγκαλιασει και απο την άλλη στριφογύριζαν νευρικά και έδειχναν ότι δυσκολεύονταν να
δεχτούν την αγκαλιά. Οι ενήλικες που βίωναν αμφιθυμικό τύπο δεσμού είχαν έμμονες ιδέες
σε σχέση με το αγαπημένο τους πρόσωπο, ένιωθαν ακραία έλξη, έντονη επιθυμία ένωσης,
ζήλεια, και εκδήλωναν μια γενικότερη συναισθηματική υπερβολή.
Κοντολογίς, οι ασφαλείς σύντροφοι έχουν μεγαλύτερη συναισθηματική σταθερότητα,
αποδέχονται τόσο τις καλές όσο και τις κακές στιγμές των αγαπημένων τους και δεν τρέφουν
μια εξιδανεικευμένη ιδέα για τον έρωτα. Επίσης, αναφέρουν πιο ζεστές σχέσεις με τους
γονείς τους. Οι αγχώδεις - αποφευκτικοί βιώνουν αμφιβολία και δυσπιστία απέναντι στην
αγάπη και θεωρούν δύσκολο το να μπορέσει να βρει κανείς κάποιον να αγαπήσει
πραγματικά. Οι αγχώδεις-αποφευκτικοί δυσκολεύονται να εμπιστευτούν, και αποφεύγουν
τις στενές σχέσεις γιατί τους αγχώνουν. Ως βρέφη είχαν μάθει να μπλοκάρουν και να
καταπιέζουν τα δυσάρεστα συναισθήματά τους. Συχνά, δεν ανοίγονται εύκολα και
αποφεύγουν την κοινωνική επαφή. Δείχνουν αποστασιοποιημένοι και ανεξάρτητοι, και δεν
προσφέρουν αλλά ούτε δέχονται υποστήριξη. Οι σχέσεις τους διακατέχονται περισσότερο
από αρνητικά παρά από θετικά συναισθήματα αλλά αυτά προέρχονται από τη δυσκολία που έχουν με την εγγύτητα. Οι αγχώδεις-αμφιθυμικοί σύντροφοι έχουν ευκολία στο να
ερωτευτούν αλλά δυσκολία στο να βρουν την αληθινή αγάπη. Ο αμφιθυμικός τύπος
ενήλικα εκδηλώνει ανησυχία για την ειλικρίνεια των άλλων και πιστεύει ότι οι άλλοι
διστάζουν να τον πλησιάσουν. Συχνά παρουσιάζει την ανάγκη ελέγχου στις σχέσεις, γιατί
φοβάται την εγκατάλειψη και αναρωτιέται για τη δέσμευση του συντρόφου του. Δίνει έμφαση
στα αρνητικά συναισθήματα, στις συναισθηματικές υπερβολές, τη ζήλια και επιζητά την
αποδοχή για απόκτηση αισθήματος ασφάλειας. Υπάρχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, δεν
εμπιστεύεται εύκολα και δύσκολα παρηγορείται (Παπαλεοντίου, 2012).
Έρευνες επέκτειναν τα παραπάνω ευρήματα και υποστήριξαν ότι ο τύπος δεσμού ασκεί
τεράστια επίδραση στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και στην αυτοεκτίμησή τους εν
γένει.
Λανθασμένες πρακτικές και αντιλήψεις που περνούν από γενιά σε γενιά στις νέες
μητέρες
Με βάση όλα τα παραπάνω δεδομένα διαπιστώνεται ότι για να μπορέσει το άτομο να
αισθανθεί ότι ζει σε ένα φιλικό και φιλόξενο κόσμο, πρέπει πρώτα να βιώσει κατά τον ίδιο
τρόπο τη σχέση με τους γονείς του. Υπάρχουν έρευνες οι οποίες διαπιστώνουν τη
μακροπρόθεσμη επιρροή των αποφάσεων και συμπεριφορών των γονιών στον
αναπτυσσόμενο παιδικό εγκέφαλο. Έχει υπάρξει μεγάλος αρνητικός αντίκτυπος σε αμέτρητα
παιδιά και σε πολλές γενιές ανθρώπων ως αποτέλεσμα της υποκειμενικής άποψης των
γονιών αναφορικά με την διαπαιδαγώγηση αλλά και της παλιάς ριζωμένης αντίληψης που
προτάσσει πως «η εμπειρία είναι αρκετή». Παρακάτω συνοψίζουμε μερικές λανθασμένες
συμβουλές που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και βλάπτουν την εδραίωση ενός υγιούς
πρωταρχικού δεσμού.
-Το βρέφος κλαιει για σε χειραγωγήσει. Αν ενδώσεις τότε να δεις τι θα σου κάνει αργότερα.
-Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο.
-Αστο να κλάψει δεν παθαίνει τίποτα.
-Φύγε κρυφά και μην το χαιρετήσεις, δεν θα το καταλάβει.
-Μην το αγκαλιάζεις συνέχεια γιατί κακομαθαίνει.
Κανένα βρέφος δεν κλαίει για να χειραγωγήσει το γονιό του. Για να συμβεί αυτό πρέπει το
βρέφος να διαθέτει την ικανότητα της εμπρόθετης δράσης και συμπεριφοράς, η οποία
αναπτύσσεται αργότερα. Τα βρέφη όταν έρχονται στον κόσμο είναι προγραμματισμένα να
κλαίνε όταν έχουν ανάγκη από ανακούφιση και παρηγοριά. Όταν ένα βρέφος κλαίει είναι
πιθανότατα πλημμυρισμένο από συναισθήματα και τρομακτικές σωματικές αισθήσεις ή
ενοχλήσεις τις οποίες ο ανώριμος εγκεφαλός του δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί. Τα βρέφη
δεν κλαίνε για να εξασκήσουν τα πνευμόνια τους, για να χειραγωγήσουν τους γονείς τους, ή
γιατί αυτό είναι στις καθημερινές τους συνήθειες. Κλαίνε γιατί κάτι σωματικό ή ψυχικό τα
ενοχλεί και χρειάζονται άμεσα συναισθηματική και σωματική ανακούφιση. Έχουν ανάγκη
από τη βοήθεια του γονιού για να διαχειριστούν αυτό που συμβαίνει, στο ίδιο το σώμα τους
αλλά και στον κόσμο γύρω τους. Τα βρέφη χρειάζονται τρυφερότητα, συχνή αγκαλιά,
παρηγοριά και σωματική επαφή γιατί έτσι αναπτύσσονται ομαλά και με υγιή τρόπο
ψυχοσυναισθηματικά.
Ο γονιός είναι το άτομο που προστατεύει το παιδί, του παρέχει ασφάλεια και μια σταθερή
βάση να εξερευνήσει τον κόσμο. Όταν ο γονιός χρησιμοποιεί το ξύλο για να συνετίσει το
παιδί η πράξη του έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με το ρόλο του. Ετσι το μόνο που
επιτυγχάνεται είναι η διάρρηξη του δεσμού αγάπης και εμπιστοσύνης μεταξύ γονέα-παιδιού.
Τέλος, είναι απολύτως αναγκαίο ο γονιός να δρά με στόχο την διαπαιδαγώγηση και όχι να
αντιδρά εκτονώνοντας το δικό του συναισθηματικό φορτίο.
Αναστασία Μάμαλη
Ψυχολόγος
Comments